Όλη την καλή προαίρεση είχα όταν έφθασα στο σινεμά! Ούτε μεμψιμοιρίες, ούτε ειρωνικά γελάκια, ούτε ύφος σαράντα καρδιναλίων –σου τ’ορκίζομαι! Πήρα και τα νάτσος μου βουτηγμένα στο τυρί, άρχισα να ρουφάω και την κοκακόλα μου τρισευτυχισμένος και καλοβολεύθηκα να παρακολουθήσω την ταινία. Το Μόλις Χώρισα, ντε! Το τελευταίο σουξέ του ελληνικού κινηματογράφου που γνωρίζει τρελές πιένες στα ταμεία.
Πέφτουν κάτι γράμματα και βλέπεις τον Τσινιτσέλη σε ένα club. Τσικαμπούμ-ντλαγκ-ντλαγκ η μουσική, περπατάει ο Τσινιτσέλης ανάμεσα στα φωτορυθμικά και σπρώνοντας κάτι γκόμενες. Πετάγονται κάτι άσχετες σκηνές χωρίς λογική συνάφεια, λέω θα ‘ναι αφαιρετική η ταινία. Νάσου πάλι ο Τσινιτσέλης πάνω στην κονσόλα του club, οπότε και εικάζεις ότι είναι ντιτζέι και σου ‘ρχεται ο συνειρμός ενός dj Tiesto, ενός dj Bobo ή έστω της Μάγκυς Χαραλαμπίδου ν’αλλάζει δίσκους. Μετά από κάνα πεντάλεπτο ο Τσινιτσέλης αποφασίζει να μιλήσει, διαψεύδοντας τη μέχρι τότε βεβαιότητά σου ότι η ταινία είναι κατά βάση βουβή.
«Έλα μωρό μου εγώ είμαι. Θέλω να χωρίσουμε. Α και χρόνια πολλά.»
Τι είπες τώρα; Ατάκα βγαλμένη από τη ζωή -πρέπει να το πούμε αυτό! Καλά ψαγμένο κι έτσι. Αποδέκτης της ως άνω ρήσης είναι η Ζέτα Μακρυπούλια η οποία όμως απουσιάζει από το σπίτι και το μήνυμα καταγράφεται στον τηλεφωνητή. Άκου ρε συ εξέλιξη! Έχεις μείνει εμβρόντητος, σε νιώθω. Περνάει ακόμη κάνα πεντάλεπτο και μετά βρισκόμαστε στο σπίτι της Μακρυπούλια όπου είναι μαζεμένοι κάτι φίλοι της –γκροτέσκους θα τους πεις- οι οποίοι θέλουν να της κάνουν έκπληξη για τα γενέθλιά της, αλλά ακούν το μήνυμα του τηλεφωνητή και όταν εντέλει φθάνει η Μακρυπούλια προσπαθούν να της το φέρουν με τρόπο. Για κάνα τρία τέταρτα. Και βάλε! Γαμάτη εξέλιξη ε; Οι διάλογοι φυσικά είναι υποτυπώδεις και οι χαρακτήρες μιλάνε λες και μόλις υπέστησαν βαρύ εγκεφαλικό ή έστω μία λοβοτομή στα πεταχτά. Που το δικαιολογείς σε ένα βαθμό, τη στιγμή που φαίνεται να κατοικούν σε διαφημιστικό και όχι σε κάποια οποιαδήποτε πραγματικότητα αυτού του πλανήτη στο συγκεκριμένο γαλαξία. Κάπου εκεί τελειώσανε τα νάτσος κι άρχισα να τρώω τα λυσακά μου.
Πρώτη φορά βλέπω διαφημιστικό τρέιλερ που να διαρκεί μιάμιση ώρα.
Όταν ακούει εντέλει η Μακρυπούλια το μήνυμα, φοράει ένα μαύρο φόρεμα με όλη την πλάτη έξω και επαναλαμβάνει γεμάτη νόημα την ατάκα «Μόλις χώρισα», για να είσαι βέβαιος εσύ ο ρεζίλης ο θεατής ποια μπούρδα έχεις πληρώσει και παρακολουθείς εδώ και τόσην ώρα. «Μόλις χώρισα.» Ξανά! «Μόλις… χώρισα!» Όταν εντέλει το αριστούργημα τελειώνει (μάντεψε βρε, ο Τσινιτσέλης που τον έχεις ξεχάσει στο club, αλλάζει γνώμη!), έρχεσαι κι αναρωτιέσαι ποιος (ποιος μωρό μου, ποιος;) διάβασε αυτό το σενάριο και είπε ας το κάνουμε ταινία, κλαις την κατάντια του ελληνικού κινηματογράφου και καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που δεν προτίμησες να κάτσεις σπίτι να δεις τίποτις πιο σοβαρό, όπως κάνα επεισόδιο Σκουμπιντού, τον Μπομπ το Μάστορα ή το «Έχεις πακέτο» με τη Βίκυ Χατζηβασιλείου.
Κι εκεί που ανάβουν τα φώτα και περιμένεις να αρχίσει ένα έντονο γιουχάισμα, ένα σιχτίρισμα και ένας αναβρασμός από τους θεατές, βλέπεις γελαστές φάτσες τύπου «dude, ήταν και πολύ προχώ η ταινία!», οπότε και γυρνάς σπίτι, μαζεύεις τις βαλίτσες σου και μεταναστεύεις δια παντός στη Νέα Γουινέα Μπισάο.